επανάταξη

επανάταξη
η [επανατάσσω]
επανατοποθέτηση, επαναφορά κάποιου πράγματος στην κανονική του θέση
2. ιατρ. επαναφορά ενός εξαρθρωμένου μέλους τού σώματος στη θέση του
3. (πυροβ.) η μετά τη βολή επαναφορά τού πυροβόλου ή τού σωλήνα καί τών μερών τού κιλλίβαντα που συνδέονται με τον σωλήνα στη θέση ηρεμίας που είχαν πριν από την οπισθοδρόμησή τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”